-
1 принести
принести 1) φέρνω 2) (причинить) προξενώ· \принести пользу ωφελώ· \принести вред βλάφτω, προξενώ βλάβη ◇ \принести благодарность εκφράζω την ευχαρίστηση μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη* * *1) φέρνω2) ( причинить) προξενώпринести́ по́льзу — ωφελώ
принести́ вред — βλάφτω, προξενώ βλάβη
••принести́ благода́рность — εκφράζω την ευχαρίστησή μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη
См. также в других словарях:
ευαρέσκεια — η 1. το συναίσθημα τής ηθικής ικανοποιήσεως, η ευχαρίστηση, η εκδήλωση ή η έκφραση ευχαριστήσεως («σάς εκφράζω την ευαρέσκειά μου») 2. η ηθική αμοιβή που απονέμεται από την προϊστάμενη αρχή στους υφισταμένους της διοικητικούς υπαλλήλους λόγω τής… … Dictionary of Greek
ευχαριστώ — και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, έω) [ευχάριστος] 1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη 2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ… … Dictionary of Greek
ευχαριστώ — ευχαρίστησα, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος 1. εκφράζω με λόγια την ευγνωμοσύνη μου προς κάποιον: Σας ευχαριστώ που με θυμηθήκατε. 2. προξενώ ευχαρίστηση, ικανοποίηση, χαρά: Με ευχαρίστησε πολύ το γράμμα σου. 3. το μέσ., ευχαριστιέμαι και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαιρετίζω — ΝΜΑ, και χαιρετώ, άω, Ν απευθύνω χαιρετισμό, προσαγορεύω κάποιον με τις λέξεις χαίρε ή χαίρετε (α. «χαιρετίζω την αφεντιά σας» β. «καὶ Σάρρα δὲ ὑπήντησεν αὐτῷ καὶ ἐχαιρέτισεν αὐτόν», ΠΔ) 2. εκφράζω σε κάποιον, που συναντώ, τη συμπάθεια, την αγάπη … Dictionary of Greek